- σταφίδα
- Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η σταφιδάμπελος ή Κορινθιακή είναι βοτανικά ποικιλία της Αμπέλου της οινοφόρου και υπάγεται στην οικογένεια των Αμπελιδών (δικοτυλήδονα). Διαμορφώθηκε στην Ελλάδα, γι’ αυτό και μόνο στη χώρα μας και μάλιστα σε ορισμένες περιοχές της (Αργολιδοκορινθία, Αχαΐα, Ηλεία, Μεσσηνία, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος), όπου και καλλιεργείται, διατηρεί τον απύρηνο (αγίγαρτο) χαρακτήρα της και παράγει τα πιο ωραία (χρώμα, ανάπτυξη) και πιο εύγευστα σταφύλια. Σε δύο μόνο περιοχές του κόσμου, από τις πολλές που μεταφέρθηκε, ευδοκίμησε: στην Καλιφόρνια και κυρίως στην Αυστραλία.
Τα φυτά της σταφιδαμπέλου έχουν κορμό ισχυρό και κληματίδες πολύ μεγάλου μήκους (πάνω από 2,50 μ.), με μεσογονάτια μεγάλα (πάνω από 8 εκ.), φύλλα μέτριων διαστάσεων, επαλλάσσοντα, παλαμόνευρα, πεντάλοβα, πάνω βαθυπράσινα, λεία, κάτω φαιοπράσινα, χνουδωτά· έλικες περιελισσόμενες, πολυσχιδείς και καμιά φορά καρποφόρες· άνθη κατά βότρυ. Κάθε κληματίδα φέρει γενικά 2 σταφυλές· ράγες πολύ μικρές, απύρηνες, με επιδερμίδα λεπτή, κυανομέλανη και σάρκα λευκή, γλυκιά, μαλακή, ελαφρά αρωματική· ωριμάζουν τέλη Ιουλίου - αρχές Αυγούστου. Η σταφιδάμπελος είναι πολύ ευπαθής στον περονόσπορο και στο ωίδιο (θειαφαρρώστια, μπάστρα). Παθαίνει ανθόρροια, γι’ αυτό και εφαρμόζεται σ’ αυτήν (κορμός, βάση κληματίδων) η δακτυλοειδής εντομή (χαράκωμα), που έχει επίσης ως αποτέλεσμα την παραγωγή καλύτερων και μεγαλύτερων ραγών.
Η αποξήρανση της σ. γίνεται είτε στον ήλιο (αλώνια) είτε στη σκιά (ειδικά υπόστεγα). Η μαύρη σ. της σκιάς είναι καλύτερης ποιότητας από αυτήν του ήλιου, όπως επίσης αυτή που προέρχεται από ορεινές περιοχές είναι καλύτερη των πεδινών περιοχών. Πρόκειται για ξηρό καρπό, πάρα πολύ πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά (3340 θερμίδες). Καταναλώνεται αυτούσιος ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή σταφιδίτη οίνου, σταφιδίνης (σταφυλοσάκχαρου), οινοπνεύματος, καθαρής γλυκόζης, ξιδιού, σταφιδόψωμου, διάφορων σιροπιών, κέικ κλπ. Από νωπά σταφύλια της ποικιλίας αυτής παρασκευάζεται χλωροσταφιδίτης οίνος, ενώ μικρές ποσότητες νωπών σταφυλών καταναλώνονται ως επιτραπέζια. Σε μικρή κλίμακα καλλιεργούνται δύο παραλλαγές της σταφιδαμπέλου: η άσπρη, με ράγες κιτρινόχρυσες κατά την ωρίμαση, και η σχιστόφυλλος με 7 βαθιούς κόλπους στα φύλλα.
* * *η / σταφίς, -ίδος, ΝΜΑ, και σταπίς και ἀσταφίς Αποικιλία κλήματος με σταφύλια χωρίς κουκούτσι τα οποία τρώγονται και νωπά ή αποξηραμένα στον ήλιο και διατηρημένα, καθώς και ο καρπός αυτού τού κλήματοςνεοελλ.(βοτ.-γεωπ.)1. ο αποξηραμένος καρπός ορισμένων ποικιλιών αμπελιού2. κοινή ονομασία τής άσπερμης ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, αλλ. σταφιδάμπελος3. ο καρπός τής ποικιλίας αμπελιού Vitis vinifera var. apugrena, κν. μαύρη ή κορινθιακή σταφίδα4. (κατ' επέκτ.) ο καρπός κάθε ποικιλίας αμπελιού ο οποίος μπορεί να καταναλωθεί σε αποξηραμένη μορφή, όπως είναι η σουλτανίνα5. φρ. α) «φυσικές σταφίδες» — σταφίδες που ξηραίνονται στον ήλιο στη φυσική τους κατάστασηβ) «έγινε σταφίδα»i) μέθυσε πολύii) γέμισε ρυτίδεςαρχ.φρ. «σταφὶς ἡ ἀγρία» — το φυτό σταφισαγρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἀσταφίς].
Dictionary of Greek. 2013.